λαχάνιασμα

λαχάνιασμα
το [λαχανιάζω]
κοντανάσασμα, γρήγορη αναπνοή, αγκομαχητό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαχάνιασμα — το, ατος το κοντανάσασμα έπειτα από πορεία ή τρέξιμο: Από το λαχάνιασμα δεν έβγαινε η φωνή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσθμα — το (AM ἄσθμα και ἆσθμα) ιατρ. η ασθένεια, το άσθμα αρχ. μσν. 1. η πνοή, η αναπνοή 2. η ισχυρή πνοή, το δυνατό φύσημα (ζώου ή του ανέμου) αρχ. 1. το λαχάνιασμα 2. ο επιθανάτιος ρόγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άσθμα < *άνσθμα, που ανάγεται στην ΙΕ. ρίζα… …   Dictionary of Greek

  • αΐω — (I) ἀΐω (Α) [ᾰ] (επικό και λυρικό ρήμα) 1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω 2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ 4. βάζω αφτί, προσέχω 5. υποτάσσομαι, υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά… …   Dictionary of Greek

  • αγκομάχημα — και αγκομαχητό, το [αγκομαχώ] 1. δύσπνοια από κόπωση, ασθένεια κ.ά., λαχάνιασμα 2. επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα 3. αναστεναγμός …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • ασθματικός — ή, ό (AM ἀσθματικός, ή, όν) [άσθμα] αυτός που πάσχει από δύσπνοια, από άσθμα νεοελλ. ο ταχύτατος, αυτός που προκαλεί λαχάνιασμα («ασθματικός ρυθμός») αρχ. εκείνος που αναπνέει με δυσκολία …   Dictionary of Greek

  • κοντανάσασμα — το [κοντανασαίνω] συχνές και κοφτές αναπνοές, πνευστίαση, λαχάνιασμα, αγκομαχητό …   Dictionary of Greek

  • κοντοπνοά — κοντοπνοά, ή (Μ) 1. λαχάνιασμα 2. λιποψυχία, φόβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * πνοή ή ίσως εσφ. τ. τού κοντο πνιά (< κοντο πνέω)] …   Dictionary of Greek

  • λαχανιασμός — λαχανιασμός, ὁ (Μ) [λαχανιάζω] λαχάνιασμα, αγκομαχητό …   Dictionary of Greek

  • ξελαχανιάζω — και ξελαγανιάζω 1. παύω να είμαι λαχανιασμένος, συνέρχομαι από το λαχάνιασμα 2. ασθμαίνω, λαχανιάζω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + λαχανιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”